ἀγνοία — ἀγνοίᾱ , ἄγνοια want of perception fem nom/voc/acc dual ἀγνοίᾱ , ἄγνοια want of perception fem nom/voc/acc dual ἀγνοίᾱ , ἄγνοια want of perception fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνοίᾳ — ἀγνοίᾱͅ , ἄγνοια want of perception fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγνοίᾱͅ , ἄγνοια want of perception fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγνοια — want of perception fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγνοια — η 1. έλλειψη γνώσης, αμάθεια: Έχω άγνοια από ψυχολογία. 2. αδικαιολόγητη απουσία στρατιώτη για ορισμένο χρόνο: Κηρύχτηκε σε άγνοια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγνοια νόμου — Η έλλειψη γνώσης των διατάξεων ενός νόμου ή και η απόλυτη άγνοια της ύπαρξής του. Ο αστικός κώδικας εξομοιώνει την ά.ν. με την πλάνη. Γενικά, η ά.ν. θεωρείται κολάσιμη πράξη, αν την επικαλεστεί κανείς ως υπερασπιστικό μέσο. Με τον ίδιο όρο… … Dictionary of Greek
ἀγνοίας — ἀγνοίᾱς , ἄγνοια want of perception fem acc pl ἀγνοίᾱς , ἄγνοια want of perception fem gen sg (attic doric aeolic) ἀγνοίᾱς , ἄγνοια want of perception fem acc pl ἀγνοίᾱς , ἄγνοια want of perception fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνοίαι — ἀγνοίᾱͅ , ἄγνοια want of perception fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγνοίᾱͅ , ἄγνοια want of perception fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνοιῶν — ἄγνοια want of perception fem gen pl ἄγνοια want of perception fem gen pl ἀγνοέω not to perceive pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνοίαις — ἄγνοια want of perception fem dat pl ἄγνοια want of perception fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνοίαν — ἀγνοίᾱν , ἄγνοια want of perception fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)